- λασιόκνημος
- λᾰσῐό-κνημος, ον,A hairy-legged, Opp.C.2.186.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λασιόκνημος — η, ο (Α λασιόκνημος, ον) αυτός που έχει μαλλιαρές γάμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό κνημος, λευκό κνημος] … Dictionary of Greek
λασιοκνήμοισι — λασιόκνημος hairy legged masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek